Κορόνα - ορισμός του κορόνα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bf%cf%81%cf%8c%ce%bd%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.305.674
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κορόνα
Μεταφράσεις
κορόνα
crown
corona
Krone
corona
couronne
kroon
coroa
Koruna
(
ko'rona
)
ουσιαστικό
θηλυκό
1.
το στέμμα του βασιλιά
couronne
θηλυκό
φοράει κορόνα
porter une couronne
2.
ιατρική
θήκη για δόντι
couronne
κορόνα δοντιού
une couronne dentaire
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Κορίνθιος
Κορινθίους
Κόρινθος
κοριός
κοριτσάκι
κορίτσι
κοριτσίστικη
κοριτσίστικο
κοριτσίστικος
κορμί
κορμοράνος
κορμός
κορμοστασιά
κόρνα
κορνάρω
κόρνερ
κορνέτα
κορνίζα
κορνίζα τζακιού
κορνιζάρω
κορνουαλικά
κορν-φλέικς
κοροϊδευτικά
κοροϊδευτική
κοροϊδευτικό
κοροϊδευτικός
κοροϊδεύω
κοροϊδία
κορόιδο
κορόϊδο
κορόνα
κορόνη
κορσάζ
κορσέ
κορσικανικά
Κορσική
κορτιζόνη
κορυδαλλός
κορυφαία
κορυφαίο
κορυφαίος
κορυφή
κορυφογραμμή
κορυφώνομαι
κορυφώνω
κορφή
κόρφος
κορώνα
κορωνίδα
Κος
κόσα
κοσκινίζω
κόσκινο
Κοσμάς
κόσμημα
κοσμήματα
κοσμηματοπωλείο
κοσμηματοπώλης
κοσμηματοπώλισσα
κοσμητική
κοσμητικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close