κοριτσίστικος

(προωθήθηκε από κοριτσίστικο)
Μεταφράσεις

κοριτσίστικος

(kori'tsistikos)

κοριτσίστικη

(kori'tsistici)

κοριτσίστικο

(kori'tsistiko)
επίθετο
που χαρακτηρίζει τα κορίτσια κοριτσίστικη συμπεριφορά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close