Κορμί - ορισμός του κορμί από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bf%cf%81%ce%bc%ce%af
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.287.082
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχ��μενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κορμί
Μεταφράσεις
κορμί
cuerpo
corps
frame
(
kor'mi
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
το σώμα
corps
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κοράλλι
Κοράνι
Κοράνιο
Κόραξ
κορδέλα
κορδέλα για τα μαλλιά
Κορδήλια
κορδίτης
κορδόνι
κορδώνομαι
Κορέα
Κορεάτης
κορεατικά
κορεατικός
κορεννύω
κορεσμένος
κορεσμός
κόρη
κόρη ματιού
Κορίνθια
κορινθιακός
Κορίνθιος
Κορινθίους
Κόρινθος
κοριός
κοριτσάκι
κορίτσι
κοριτσίστικη
κοριτσίστικο
κοριτσίστικος
κορμί
κορμοράνος
κορμός
κορμοστασιά
κόρνα
κορνάρω
κόρνερ
κορνέτα
κορνίζα
κορνίζα τζακιού
κορνιζάρω
κορνουαλικά
κορν-φλέικς
κοροϊδευτικά
κοροϊδευτική
κοροϊδευτικό
κοροϊδευτικός
κοροϊδεύω
κοροϊδία
κορόιδο
κορόϊδο
κορόνα
κορόνη
κορσάζ
κορσέ
κορσικανικά
Κορσική
κορτιζόνη
κορυδαλλός
κορυφαία
κορυφαίο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close