Κορόιδο - ορισμός του κορόιδο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bf%cf%81%cf%8c%ce%b9%ce%b4%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.293.680
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κορόιδο
Μεταφράσεις
κορόιδο
stooge
,
fool
مُغَفَّل
hlupák
tåbe
Narr
tonto
typerys
idiot
budala
buffone
ばか者
바보
dwaas
dust
głupiec
bobo
,
pateta
дурак
dumbom
คนโง่
ahmak
đồ ngốc
傻瓜
(
ko'roiðo
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
αφελής
pigeon
αρσενικό
μεταφορικά
πιάνω κπ κορόιδο
rouler qqn
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Κορίνθια
κορινθιακός
Κορίνθιος
Κορινθίους
Κόρινθος
κοριός
κοριτσάκι
κορίτσι
κοριτσίστικη
κοριτσίστικο
κοριτσίστικος
κορμί
κορμοράνος
κορμός
κορμοστασιά
κόρνα
κορνάρω
κόρνερ
κορνέτα
κορνίζα
κορνίζα τζακιού
κορνιζάρω
κορνουαλικά
κορν-φλέικς
κοροϊδευτικά
κοροϊδευτική
κοροϊδευτικό
κοροϊδευτικός
κοροϊδεύω
κοροϊδία
κορόιδο
κορόϊδο
κορόνα
κορόνη
κορσάζ
κορσέ
κορσικανικά
Κορσική
κορτιζόνη
κορυδαλλός
κορυφαία
κορυφαίο
κορυφαίος
κορυφή
κορυφογραμμή
κορυφώνομαι
κορυφώνω
κορφή
κόρφος
κορώνα
κορωνίδα
Κος
κόσα
κοσκινίζω
κόσκινο
Κοσμάς
κόσμημα
κοσμήματα
κοσμηματοπωλείο
κοσμηματοπώλης
κοσμηματοπώλισσα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close