κοροϊδευτικός

(προωθήθηκε από κοροϊδευτικό)
Μεταφράσεις

κοροϊδευτικός

(koroiðefti'kos) αρσενικό

κοροϊδευτική

(koroiðefti'ci) θηλυκό

κοροϊδευτικό

(koroiðefti'ko) ουδέτερο
επίθετο
που κοροϊδεύει κοροϊδευτικό γέλιο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close