κορυφώνω

Μεταφράσεις

κορυφώνω

peak (kori'fono)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
αυξάνω κτ σε μεγάλο βαθμό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close