Κορυφώνω - ορισμός του κορυφώνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bf%cf%81%cf%85%cf%86%cf%8e%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.308.361
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κορυφώνω
Μεταφράσεις
κορυφώνω
peak
(
kori'fono
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
αυξάνω κτ σε μεγάλο βαθμό
élever jusqu'à un point culminant
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κορνάρω
κόρνερ
κορνέτα
κορνίζα
κορνίζα τζακιού
κορνιζάρω
κορνουαλικά
κορν-φλέικς
κοροϊδευτικά
κοροϊδευτική
κοροϊδευτικό
κοροϊδευτικός
κοροϊδεύω
κοροϊδία
κορόιδο
κορόϊδο
κορόνα
κορόνη
κορσάζ
κορσέ
κορσικανικά
Κορσική
κορτιζόνη
κορυδαλλός
κορυφαία
κορυφαίο
κορυφαίος
κορυφή
κορυφογραμμή
κορυφώνομαι
κορυφώνω
κορφή
κόρφος
κορώνα
κορωνίδα
Κος
κόσα
κοσκινίζω
κόσκινο
Κοσμάς
κόσμημα
κοσμήματα
κοσμηματοπωλείο
κοσμηματοπώλης
κοσμηματοπώλισσα
κοσμητική
κοσμητικός
κοσμήτορας
κοσμική
κοσμικό
κοσμικός
κόσμιος
κοσμιότητα
κοσμογονικός
κοσμογραφικός
κοσμογυρισμένος
κοσμοδρόμιο
κοσμολογία
κοσμολογικός
κοσμοναύτης
κοσμοπολίτης
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close