βολεύω
arrangersuit (vo'levo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα) 1. τακτοποιώ
caser Κατάφερα να βολέψω όλα μου τα πράγματα. J'ai réussi à caser toutes mes affaires. τα βγάζω πέρα
se débrouiller 2. εξυπηρετώ
convenir Αυτό το ωράριο με βολεύει. Cet horaire me convient. 3. μεταφορικά βρίσκω άνετη δουλειά σε κπ
caser Τον βόλεψε στο υπουργείο. Il l'a casé au ministère. Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.