Βοηθώ - ορισμός του βοηθώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%bf%ce%b7%ce%b8%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.798.899.713
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βοηθώ
Μεταφράσεις
βοηθώ
helfen
βοηθώ
help
,
aid
,
assist
βοηθώ
helpi
βοηθώ
ayudar
,
socorrer
βοηθώ
aitama
βοηθώ
auttaa, opastaa
βοηθώ
aider
βοηθώ
aiutare
βοηθώ
padėti
βοηθώ
helpen
βοηθώ
ajudar
,
socorrer
βοηθώ
помогать
βοηθώ
pomagati
βοηθώ
hjälpa
βοηθώ
يُساعِدُ
βοηθώ
pomoci
βοηθώ
hjælpe
βοηθώ
pomoći
βοηθώ
助ける
βοηθώ
(남을) 돕다
βοηθώ
hjelpe
βοηθώ
pomóc
βοηθώ
ช่วย
βοηθώ
yardım etmek
βοηθώ
giúp đỡ
βοηθώ
帮助
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βλέψη
βλήμα
βληχώμαι
βλοσυρή
βλοσυρό
βλοσυρός
βόας
βογγάω
βογγώ
βογκάω
βογκητό
βογκώ
βόδι
βόδια
βοδινή
βοδινό
βοδινό μπιφτέκι
βοδινός
βοειδή
βοή
βοηθάω
βοήθεια
βοήθεια!
βοήθημα
βοηθητική
βοηθητικό
βοηθητικός
βοηθός
βοηθός δασκάλου
βοηθός πωλήσεων
βοηθώ
βοημικός
βόθριο
βόθρος
βοιωτικός
βολβός
βόλβος
Βόλγας
βόλεϊ
βολεμένη
βολεμένο
βολεμένος
βολεύει
βολεύομαι
βολεύω
βόλεύω
βολή
βόλι
Βολιβία
βολιβιανός
βολίδα
βολιδοσκοπώ
βολική
βολικό
βολικός
βόλος
βολτ
βόλτ
βόλτα
βόλτα με πόνι
βολτόμετρο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close