Βόλεύω - ορισμός του βόλεύω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%cf%8c%ce%bb%ce%b5%cf%8d%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.331.758
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βόλεύω
Αναζητήσεις σχετικές με βόλεύω:
βολεύει
Μεταφράσεις
βόλεύω
يُنَاسِبُ
βόλεύω
slušet
βόλεύω
passe
βόλεύω
passen
βόλεύω
suit
βόλεύω
convenir
βόλεύω
sopia
βόλεύω
convenir
βόλεύω
pristajati
βόλεύω
adattare
βόλεύω
似合う
βόλεύω
어울리다
βόλεύω
passen bij
βόλεύω
passe (til)
βόλεύω
dostosować
βόλεύω
cair bem
βόλεύω
подходить
βόλεύω
passa
βόλεύω
เหมาะสมกัน
βόλεύω
uymak
βόλεύω
hợp với
βόλεύω
适合
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βοδινό
βοδινό μπιφτέκι
βοδινός
βοειδή
βοή
βοηθάω
βοήθεια
βοήθεια!
βοήθημα
βοηθητική
βοηθητικό
βοηθητικός
βοηθός
βοηθός δασκάλου
βοηθός πωλήσεων
βοηθώ
βοημικός
βόθριο
βόθρος
βοιωτικός
βολβός
βόλβος
Βόλγας
βόλεϊ
βολεμένη
βολεμένο
βολεμένος
βολεύει
βολεύομαι
βολεύω
βόλεύω
βολή
βόλι
Βολιβία
βολιβιανός
βολίδα
βολιδοσκοπώ
βολική
βολικό
βολικός
βόλος
βολτ
βόλτ
βόλτα
βόλτα με πόνι
βολτόμετρο
βολφράμιο
βόμβα
Βομβάη
βομβάρδα
βομβαρδίζω
βομβαρδισμός
βομβαρδιστικό
βομβαρδιστικός
βομβιστής
βομβιστής-καμικάζι
βομβός
βόμβος
βομβυκίλα
βομβυκίλλα
βομβώ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close