όρος

Αναζητήσεις σχετικές με όρος: ορός
Μεταφράσεις

όρος

('oros)
ουσιαστικό αρσενικό
1. προϋπόθεση, συμφωνία οι όροι συμβολαίου παραβιάζω τον νόμο με τον όρο να
2. διεκδίκηση, αντίσταση παραδίδομαι χωρίς όρους
3. συνθήκες οι όροι εργασίας

όρος

term, mount, mountain, stipulationterme, montagnemontaña, términoгора, терминتَعْبِيرvýrazbetegnelseBezeichnungtermitermintermine用語용어termbetegnelsezwrottermovillkorระยะเวลาที่กำหนดterimthuật ngữ词语
ουσιαστικό ουδέτερο
λόγιο βουνό το Άγιον Όρος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close