σκοπός

Μεταφράσεις

σκοπός

(sko'pos)
ουσιαστικό αρσενικό
1. ο στόχος μιας ενέργειας ιερός σκοπός
2. ο λόγος, η αιτία Ποιος είναι ο σκοπός της επίσκεψής σας;
3. πρόθεση Δεν είχα κακό σκοπό.

σκοπός


ουσιαστικό αρσενικό
φρουρός

σκοπός

Zweck, Wächter, Ziel, Sachecause, aim, purpose, goal, guard, watch, intent, intention, sentinelbut, causeغَرَض, قَضِيَّةúčel, věcformål, sagpropósito, causaasia, tarkoituscilj, svrhacausa, scopo大義, 目的목적, 이상doelformål, sakcel, motywcausa, propósitoцельsak, syfteเป้าหมาย, วัตถุประสงค์amaçmục đích, sự nghiệp目的, 事业目的מטרה
ουσιαστικό αρσενικό
μουσική μελωδία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close