Μόλυβδος - ορισμός του μόλυβδος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%cf%8c%ce%bb%cf%85%ce%b2%ce%b4%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.798.859.882
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μόλυβδος
Μεταφράσεις
μόλυβδος
lead
plomb
Blei
свинец
رَصَاصٌ
olovo
bly
plomo
lyijy
olovo
piombo
鉛
납
lood
bly
ołów
chumbo
bly
ตะกั่ว
kurşun
chì
铅
(
'molivðos
)
ουσιαστικό
αρσενικό
είδος μέταλλου
plomb
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μοιραίος
μοιρογνωμόνιο
μοιρολατρία
μοιρολατρική
μοιρολατρικό
μοιρολατρικός
μοιρολογώ
μοιρολόι
μοιχαλίδα
μοιχεία
μοιχικός
μοιχός
μόκα
μοκασίνι
μοκέτα
μολ
μολάρω
μόλβη
Μολδαβία
μολδαβικός
Μολδαβός
μόλις
Μόλις έφτασα
μολονότι
μόλος
μολοσσός
μολότοφ
μολόχα
μολυβδαίνιο
μολυβδένιο
μόλυβδος
μολυβένια
μολυβένιο
μολυβένιος
μολυβής
μολύβι
μολύνομαι
μόλυνση
μολύνω
μολυσματικός
μολυσμένη
μολυσμένο
μολυσμένος
μομιοποίηση
μόμυλος
μομφή
μονάδα
μονάδα δίσκου
μονάδα εντατικής θεραπείας
μοναδιαίος
μοναδικά
μοναδική
μοναδικό
μοναδικός
μοναδικότητα
Μονακό
μοναξιά
μονάρχης
μοναρχία
μοναστήρι
μοναστήριο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close