Όν - ορισμός του όν από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%8c%ce%bd
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.798.802.712
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
όν
Μεταφράσεις
όν
being
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Ομόσπονδες Πολιτείες της Μικρονησίας
ομοσπονδία
ομοσπονδιακός
ομοσπωνδiα
ομοταξία
ομότιμος
ομοτυπικός
ομοφονία
ομοφυλόφιλη
ομοφυλοφιλία
ομοφυλοφιλικός
ομοφυλόφιλο
ομοφυλόφιλος
ομόφωνα
ομόφωνη
ομοφωνία
ομόφωνο
ομόφωνος
όμποε
ομπρέλα
ομφάλιος
ομφάλιος λώρος
ομφαλός
ομώνυμα
ομωνυμία
ομώνυμο
ομώνυμος
όμως
ον
-ον
όν
όναγρος
Ονδούρα
ΟΝΕ
ονειδίζω
όνειδος
ονειρεμένη
ονειρεμένο
ονειρεμένος
ονειρεύομαι
όνειρο
ονειρομαντεία
ονειροπαγίδα
ονειροπόλα
ονειροπόλημα
ονειροπόληση
ονειροπόλο
ονειροπόλος
ονειροπολώ
ονείρωξη
όνομα
ονομάζομαι
ονομάζω
ονομασία
ονομαστή
ονομαστική
ονομαστικός
ονομαστό
ονομαστός
ονοματίζω
ονοματική φράση
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close