Ομοσπονδιακός - ορισμός του ομοσπονδιακός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bf%ce%bc%ce%bf%cf%83%cf%80%ce%bf%ce%bd%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.792.564.039
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ομοσπονδιακός
Αναζητήσεις σχετικές με ομοσπονδιακός:
ομοσπονδία
Μεταφράσεις
ομοσπονδιακός
federal
ομοσπονδιακός
fédéral
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ομοιόμορφη
ομοιομορφία
ομοιομορφισμός
ομοιόμορφο
ομοιόμορφος
ομοιοπαθητική
ομοιοπαθητικό
ομοιοπαθητικός
ομοιοπολικός
όμοιος
ομοιότητα
ομοίωμα
ομοίωση
ομόκεντρος
ομολογία
ομόλογο
ομόλογος
ομολογουμένως
ομολογώ
ομόνοια
όμορος
όμορφα
ομορφάδα
ομορφαίνω
όμορφη
ομορφιά
όμορφο
όμορφος
Ομόσπονδες Πολιτείες της Μικρονησίας
ομοσπονδία
ομοσπονδιακός
ομοσπωνδiα
ομοταξία
ομότιμος
ομοτυπικός
ομοφονία
ομοφυλόφιλη
ομοφυλοφιλία
ομοφυλοφιλικός
ομοφυλόφιλο
ομοφυλόφιλος
ομόφωνα
ομόφωνη
ομοφωνία
ομόφωνο
ομόφωνος
όμποε
ομπρέλα
ομφάλιος
ομφάλιος λώρος
ομφαλός
ομώνυμα
ομωνυμία
ομώνυμο
ομώνυμος
όμως
ον
-ον
όν
όναγρος
Ονδούρα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close