Όμποε - ορισμός του όμποε από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%8c%ce%bc%cf%80%ce%bf%ce%b5
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.798.820.815
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
όμποε
Μεταφράσεις
όμποε
oboe
όμποε
hautbois
όμποε
oboe
όμποε
гобой
όμποε
أُوبُوّ
όμποε
hoboj
όμποε
obo
όμποε
Oboe
όμποε
oboe
όμποε
oboa
όμποε
oboe
όμποε
オーボエ
όμποε
오보에
όμποε
hobo
όμποε
obo
όμποε
obój
όμποε
oboé
όμποε
oboe
όμποε
เครื่องดนตรีประเภทเป่าชนิดหนึ่ง
όμποε
obua
όμποε
kèn oboe
όμποε
双簧管
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ομόλογος
ομολογουμένως
ομολογώ
ομόνοια
όμορος
όμορφα
ομορφάδα
ομορφαίνω
όμορφη
ομορφιά
όμορφο
όμορφος
Ομόσπονδες Πολιτείες της Μικρονησίας
ομοσπονδία
ομοσπονδιακός
ομοσπωνδiα
ομοταξία
ομότιμος
ομοτυπικός
ομοφονία
ομοφυλόφιλη
ομοφυλοφιλία
ομοφυλοφιλικός
ομοφυλόφιλο
ομοφυλόφιλος
ομόφωνα
ομόφωνη
ομοφωνία
ομόφωνο
ομόφωνος
όμποε
ομπρέλα
ομφάλιος
ομφάλιος λώρος
ομφαλός
ομώνυμα
ομωνυμία
ομώνυμο
ομώνυμος
όμως
ον
-ον
όν
όναγρος
Ονδούρα
ΟΝΕ
ονειδίζω
όνειδος
ονειρεμένη
ονειρεμένο
ονειρεμένος
ονειρεύομαι
όνειρο
ονειρομαντεία
ονειροπαγίδα
ονειροπόλα
ονειροπόλημα
ονειροπόληση
ονειροπόλο
ονειροπόλος
ονειροπολώ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close