Τουφεκιά - ορισμός του τουφεκιά από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%84%ce%bf%cf%85%cf%86%ce%b5%ce%ba%ce%b9%ce%ac
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.309.282
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
τουφεκιά
Μεταφράσεις
τουφεκιά
(
tufe'ça
)
ντουφεκιά
طَلَقَة
výstřel
skud
Schuss
shot
tiro
laukaus
tir
pucanj
colpo
発砲
발사
schot
skudd
strzał
tiro
выстрел
skott
การยิง
ateş
phát bắn
开枪
(
dufe'ça
)
ουσιαστικό
θηλυκό
πυροβολισμός με τουφέκι και ο ήχος του
coup
αρσενικό
de fusil
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
τουριστικό γραφείο
τουριστικός
τουριστικός οδηγός
τουρίστρια
Τουρκία
τουρκικά
τουρκικός
τούρκικος
τουρκμενικά
Τουρκμενιστάν
Τούρκος
Τούρκου
τούρλα
τουρλί
τουρλίδα
τούρνα
τουρνέ
τουρνικέ
τουρνουά
τουρσί
τούρτα
τουρτουρίζω
τους
τούτη
τούτο
τούτοι
τούτος
τουτουρίζω
τούφα
τουφέκι
τουφεκιά
τουφεκίζω
τόφι
τόφου
τρoχιά
τραβάω
τραβέρσο
τραβεστί
τράβηγμα
τραβήγματα
τραβηγμένη
τραβηγμένο
τραβηγμένος
τράβηξα
τραβιέμαι
τραβολογάω
τραβώ
τραγανή
τραγανιστός
τραγανό
τραγανός
τραγελαφικός
τραγιάσκα
τραγικά
τραγική
τραγικό
τραγικός
τράγος
τραγουδάκι
τραγουδάω
τραγούδι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close