συντονισμένος

(προωθήθηκε από συντονισμένη)
Μεταφράσεις

συντονισμένος

(sindoni'zmenos) αρσενικό

συντονισμένη

(sindoni'zmeni) θηλυκό

συντονισμένο

coordinatedkoordiniertcoordinato协调協調koordinovanékoordineret (sindoni'zmeno) ουδέτερο
επίθετο
λειτουργικός, καλά ρυθμισμένος συντονισμένες κινήσεις συντονισμένη οργάνωση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close