Συντρέχω - ορισμός του συντρέχω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%85%ce%bd%cf%84%cf%81%ce%ad%cf%87%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.798.799.801
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
συντρέχω
Μεταφράσεις
συντρέχω
(
si'ndrexo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
βοηθάω
venir en aide
συντρέχω τους άλλους
venir en aide aux autres
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
συντεχνία
σύντηξη
συντήρηση
συντηρητική
συντηρητικό
συντηρητικός
συντηρητισμός
συντηρούμαι
συντηρώ
σύντμηση
σύντομα
συντομευμένη μορφή
συντόμευση
συντομεύω
συντομέυω
σύντομη
συντομία
σύντομο
συντομογραφία
συντομομορφή
σύντομος
σύντομος δρόμος
συντομότερα
συντονίζω
συντονισμένη
συντονισμένο
συντονισμένος
συντονισμός
συντονιστής
συντονίστρια
συντρέχω
συντριβάνι
συντριβή
συντρίβω
συντρίμια
συντρίμματα
συντρίμμια
συντριπτική
συντριπτικό
συντριπτικός
συντροφεύω
συντροφιά
συντροφικότητα
συντρόφισσα
σύντροφος
συντυχαίνω
συντυχάννω
συνυπάρχω
συνωμοσία
συνωμότης
συνωμοτικός
συνωμοτώ
συνωνυμία
συνωνυμικός
συνώνυμο
συνώνυμος
συνωστίζομαι
συνωστισμένος
συνωστισμός
Συρία
συριακός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close