Συντεταγμένες - ορισμός του συντεταγμένες από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%85%ce%bd%cf%84%ce%b5%cf%84%ce%b1%ce%b3%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%b5%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.394.205
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
συντεταγμένες
Αναζητήσεις σχετικές με συντεταγμένες:
γεωγραφικό μήκος
Μεταφράσεις
συντεταγμένες
coordinate
Πλοηγός λέξεων
?
▲
συνταγή
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταγματικά
συνταγματικός
συνταγματικότητα
συνταγογραφώ
συνταιριάζω
συντάκτης
συντακτική
συντακτικό
συντακτικός
συντάκτρια
σύνταξη
συνταξιδιώτης
συνταξιδιώτισσα
συνταξιοδότηση
συνταξιοδοτούμαι
συνταξιοδοτώ
συνταξιούχος
συνταράζω
συνταρακτική
συνταρακτικό
συνταρακτικός
συνταράσσω
συντάσσω
συντείνω
συντελεστής
συντελεστής διεύθυνσης
συντελώ
συντεταγμένες
συντεταγμένη
συντετριμμένος
συντεχνία
σύντηξη
συντήρηση
συντηρητική
συντηρητικό
συντηρητικός
συντηρητισμός
συντηρούμαι
συντηρώ
σύντμηση
σύντομα
συντομευμένη μορφή
συντόμευση
συντομεύω
συντομέυω
σύντομη
συντομία
σύντομο
συντομογραφία
συντομομορφή
σύντομος
σύντομος δρόμος
συντομότερα
συντονίζω
συντονισμένη
συντονισμένο
συντονισμένος
συντονισμός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close