Ενώνομαι - ορισμός του ενώνομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%bd%cf%8e%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.798.579.456
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ενώνομαι
Μεταφράσεις
ενώνομαι
s'unir
(
e'nonome
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
se (re) lier s'unir
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
έντρομη
έντρομο
έντρομος
εντροπία
εντρυφώ
έντυπο
εντυπώνομαι
εντυπώνω
εντύπωση
εντυπωσιάζομαι
εντυπωσιάζω
εντυπωσιακά
εντυπωσιακή
εντυπωσιακό
εντυπωσιακός
εντυπωσιασμένος
εντωμεταξύ
ενυδατική κρέμα
ενυδατώνομαι
ενυδατώνω
ενυδάτωση
ενυδρείο
ενυδρίδα
ενυδρίο
ενυπόγραφος
ενυπόθηκος
ενώ
ενωμένη
ενωμένο
ενωμένος
ενώνομαι
ενώνω
ενώπιον
ενωρίς
ένωση
Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών
ενωτικευμένη
ενωτικευμένο
ενωτικευμένος
ενωτικό
ενωτικό σημείο
εξ
εξαγγελία
εξαγνίζω
εξαγορά
εξαγοράζω
εξαγριώνομαι
εξαγριώνω
εξάγω
εξαγωγέας
εξαγωγή
εξαγωγικός
εξάγωνη
εξάγωνο
εξάγωνος
εξαδέλφη
εξάδερφος
εξάεδρο
εξαερίζω
εξαερισμός
εξαεριστήρας
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close