ενωμένος

Μεταφράσεις

ενωμένος

(eno'menos) αρσενικό

ενωμένη

(eno'meni) θηλυκό

ενωμένο

(eno'meno) ουδέτερο
επίθετο
1. στερεωμένα μεταξύ τους ενωμένα κομμάτια
2. συνδεδεμένος συναισθηματικά ενωμένο ζευγάρι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close