γραμμή

Μεταφράσεις

γραμμή

line, rowligneخَطّčáralinjeLinielíneaviivacrtalineastreeplinjelinialinhaлинияlinjeเส้นบรรทัดçizgiđường kẻ直线קו (ɣra'mi)
ουσιαστικό θηλυκό
1. ευθεία που χαράσσουμε με μολύβι τραβάω μια γραμμή
2. σύνδεση τηλεφωνική γραμμή
3. η ειδική κατασκευή πάνω στην οποία κυλούν τα τρένα γραμμές τρένου
4. οδηγίες δίνω γραμμή
5. δρομολόγιο, διαδρομή γραμμή μετρό
6. σιλουέτα προσέχω τη γραμμή μου
7. σειρά κειμένου Διάβασε την πρώτη σειρά.
8. γενικά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close