ίδιος

Μεταφράσεις

ίδιος

('iðjos) αρσενικό

ίδια

('iðja) θηλυκό

ίδιο

samemême, pareilنَفْسstejnýsammeder gleichemismosamaistostesso同じ동일한hetzelfdelikidentycznymesmoодинаковыйsammaเหมือนกันaynıgiống nhau同样的 ('iðjo) ουδέτερο
επίθετο
1. όμοιος, κοινός Έχουν τα ίδια μάτια. Μένουν στο ίδιο σπίτι.
2. χρησιμοποιείται για υπογράμμιση της ταυτότητας κάποιου Έκαψε το ίδιο του το σπίτι. Το έφτιαξα εγώ ο ίδιος.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close