όψη
Μεταφράσεις
όψη
aspect, face, countenanceladoSeitelatocôtéladoстранаsidepuoliצד측면sida ('opsi)ουσιαστικό θηλυκό
1. η μορφή Ο δρόμος άλλαξε όψη.
2. έκφραση άγρια όψη
3. πλευρά η μπροστινή η πίσω όψη
4. πτυχή, διάσταση πολλές όψεις ενός θέματος
άλλη πτυχή ενός προβλήματος
άλλη πτυχή ενός προβλήματος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.