Συνορεύω - ορισμός του συνορεύω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%bf%cf%81%ce%b5%cf%8d%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.042.680
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
συνορεύω
Μεταφράσεις
συνορεύω
abut
,
adjoin
(
sino'revo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
(για χώρα, οικόπεδο) έχω τα ίδια σύνορα με άλλον
être limitrophe avoisiner
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
συνοδεύω
συνοδικός
συνοδοιπόρος
συνοδός
σύνοδος
σύνοδος κορυφής
συνοδός τουριστών
συνοικία
συνοικισμός
σύνοικος
συνολικά
συνολική
συνολικό
συνολικός
σύνολο
συνομήλικη
συνομήλικο
συνομήλικος
συνομιλητής
συνομιλήτρια
Συνομιλία
συνομιλώ
συνομοσπονδία
συνομοταξία
συνομωτώ
συνονθύλευμα
συνοπτικά
συνοπτική
συνοπτικό
συνοπτικός
συνορεύω
σύνορο
συνουσία
συνουσιάζομαι
συνοφρυωμένος
συνοφρυώνομαι
συνοφρύωση
συνοχή
σύνοψη
συνοψίζω
συνταγή
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταγματικά
συνταγματικός
συνταγματικότητα
συνταγογραφώ
συνταιριάζω
συντάκτης
συντακτική
συντακτικό
συντακτικός
συντάκτρια
σύνταξη
συνταξιδιώτης
συνταξιδιώτισσα
συνταξιοδότηση
συνταξιοδοτούμαι
συνταξιοδοτώ
συνταξιούχος
συνταράζω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close