Ματιά - ορισμός του ματιά από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%ac
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.417.110
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ματιά
Μεταφράσεις
ματιά
glance
,
look
نَظْرَةٌ
pohled
blik
Blick
mirada
katse
regard
pogled
occhiata
目つき
보기
blik
blikk
spojrzenie
olhar
взгляд
blick
การมอง
bakış
cái nhìn
瞥
(
mat'ça
)
ουσιαστικό
θηλυκό
βλέμμα
coup
αρσενικό
d'œil
άγρια ματιά
un regard redoutable
ρίχνω μια ματιά σε κτ
jeter un coup d'œil à qqch
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μάστορας
μαστόρεμα
μαστορεύω
μαστοριά
μαστός
μαστουρωμένος
μαστροπεία
μαστροπός
μασχάλη
μασχάλι
μασώ
ματ
μάταια
μάταιη
μάταιο
ματαιόδοξη
ματαιοδοξία
ματαιόδοξο
ματαιόδοξος
μάταιος
ματαιόσχολος
ματαιότητα
ματαιώνω
ματαίωση
ματάκιας
Μάτζικα Ντε Σπέλ
ματζουράνα
μάτην
Ματθαίος
μάτι
ματιά
ματμαζέλ
ματογυάλια
ματοπολτός
ματοσαλάτα
ματοτσίνορo
ματοχυμός
ματς
μάτσο
ματσόλα
ματωμένη
ματωμένο
ματωμένος
ματώνω
μαυλίζω
μαύλισμα
μαυράκι
μαύρη
Μαύρη Θάλασσα
μαύρη πανώλη
μαύρη τρύπα
μάυρη τρύπα
μαυρίζω
Μαυρίκιος
μαυρίλα
μαύρισμα
μαύρισμα από τον ήλιο
μαυρισμένη
μαυρισμένο
μαυρισμένος
Μαυριτανία
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close