Μανίκι - ορισμός του μανίκι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b1%ce%bd%ce%af%ce%ba%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.798.409.608
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μανίκι
Μεταφράσεις
μανίκι
Ärmel
sleeve
manche
كِمّ
rukáv
ærme
manga
hiha
rukav
manica
袖
소매
mouw
erme
rękaw
manga
рукав
ärm
แขนเสื้อ
kol ağzı
tay áo
衣袖
Ръкав
שרוול
(
ma'nici
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
το μέρος ρούχου που περνάμε τα χέρια
manche
κοντά μακριά μανίκια
des manches courteslongues
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μαμούδι
μαμούθ
μάνα
μανάβης
μανάβικο
μανάβισσα
Μανάμα
μάνατζερ
μανάτος
μάνγκο
μανδαρινέα
μανδαρινόπαπια
μανδαρίνος
μανδραγόρας
μανδύας
μανεκέν
μανία
-μανία
μανιακή
μανιακό
μανιακός
μανιασμένη
μανιασμένο
μανιασμένος
μανιβέλα
μανιερισμός
μάνικα
μανικέτι
μανικετόκουμπα
μανικετόκουμπο
μανίκι
μανικιούρ
Μανίλα
μανιοκατάθλιψη
μανιτάρι
μανιφέστο
μανιχαϊσμός
μανιώδες
μανιώδης
μάννα
μανό
μανόλια
μανόμετρο
μανούβρα
μανσέτα
μανσόν
μανταλάκι
μάνταλο
μανταλώνω
μαντάμ
μαντάρα
μανταρίνι
μανταρινιά
μαντάρω
μαντείο
μαντεύω
Μαντζουρία
μαντήλι
μαντήλι κεφαλιού
μάντης
μαντίλι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close