ισοπεδώνω

Μεταφράσεις

ισοπεδώνω

level, flatten, raze (isope'ðono)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. κάνω κτ να είναι επίπεδο ισοπεδώνω περιοχή
2. μεταφορικά γκρεμίζω ισοπεδώνω ένα σπίτι
3. αρνούμαι τις ιδιαιτερότητες Ισοπέδωσε κάθε πρωτοβουλία.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close