Θητεία - ορισμός του θητεία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b8%ce%b7%cf%84%ce%b5%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.214.396
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
θητεία
Μεταφράσεις
θητεία
tenure
,
term
Begriff
termine
terme
термин
termijn
مصطلح
termin
termín
המונח
(
θi'tia
)
ουσιαστικό
θηλυκό
παραμονή στο στρατό ή σε αξίωμα mh
service
αρσενικό
η στρατιωτική θητεία
le service militaire
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
θήκη
θηλάζω
θηλασμός
θηλαστικά
θηλαστικό
θηλαστικός
θηλή
θήλη
θηλιά
θηλυκή
θηλυκιά
θηλυκό
θηλυκός
θηλυκότητα
θηλυπρεπές
θηλυπρεπής
θηλυπρεπώς
θημωνιά
θήρα
θήραμα
θηρανθεμίς
θηρίο
θηριοδαμαστής
θηριοδαμάστρια
θηριοτροφείο
θηριώδης
θηριωδία
θησαυρός
θησαυροφυλάκιο
θήτα
θητεία
θίασος
Θιβέτ
θιβετιανά
θιβετιανός
θιγμένη
θιγμένο
θιγμένος
θίγομαι
θίγω
θλάση
θλιβερά
θλιβερή
θλιβερό
θλιβερός
θλίβομαι
θλίβω
θλιμμένα
θλιμμένη
θλιμμένο
θλιμμένος
θλίψη
θνησιμότητα
θνητή
θνητό
θνητός
θολή
θολό
θολός
θόλος
θολότητα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close