δουλεύω
Μεταφράσεις
δουλεύω
(ðu'levo)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. εργάζομαι Δουλεύω πολύ.
2. αποφέρω κέρδη Το μαγαζί της δουλεύει καλά.
3. λειτουργώ Η τηλεόραση δε δουλεύει. Το μυαλό του δε δουλεύει όπως άλλοτε.
δουλεύω
work, pull one's leglaboritravailler, faire marcherlavorarelaborarewerkenpracowaćيَعْمَلُpracovatarbejdearbeitentrabajartyöskennelläraditi働く일하다arbeidetrabalharработатьarbetaทำงานçalışmaklàm việc工作ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
κοροϊδεύω δουλεύω κπ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.