Γεννώ - ορισμός του γεννώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%b5%ce%bd%ce%bd%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.428.786
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γεννώ
Μεταφράσεις
γεννώ
enfanter
γεννώ
bear
,
generate
,
germinate
,
spawn
Πλοηγός λέξεων
?
▲
γενίκευση
γενικεύω
γενική
γενική αναισθησία
γενική έννοια
γενικό
γενικό πλαίσιο
γενικός
γενικός γιατρός
γενικότητα
γέννα
γενναία
γενναίο
γενναιόδωρη
γενναιοδωρία
γενναιόδωρο
γενναιόδωρος
γενναίος
γενναιότητα
γεννάω
Γεννάω σε πέντε μήνες
γέννημα
γεννημένος
γέννησ
γέννηση
γεννητικά όργανα
γεννητικός
γεννήτρια
γεννιέμαι
γεννοβολώ
γεννώ
γενοκτονία
Γενοκτονία των Αρμενίων
γένος
γεντιανή
γερά
γερακάρης
γεράκι
γερακίνα
γεράματα
γεράνι
γερανογέφυρα
γερανός
γέρασα
γερατειά
γέρβιλος
γερή
γέρικη
γέρικο
γέρικος
Γερμανία
Γερμανίδα
γερμανικά
γερμανική
γερμανικό
γερμανικός
γερμάνιο
Γερμανός
γερμανόφιλος
γερνάω
γερνώ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close