Βρέφος - ορισμός του βρέφος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%cf%81%ce%ad%cf%86%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.085.388
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βρέφος
Μεταφράσεις
βρέφος
bébé
infant
bebé
Baby
baby
бебе
婴儿
嬰兒
Baby
赤ちゃん
아기
ทารก
(
'vrefos
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
μωρό
bébé
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βραχυκύκλωμα
βραχυκυκλώνω
βραχύλογος
βραχυντικός
βραχυπρόθεσμος
βραχύς
βραχώδες
βραχώδης
βρε
βρεγμένος
βρέθηκα
βρεκεκεκέξ
Βρέμη
Βρετάνη
Βρετανία
Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι
βρετανικός
Βρετάννη
Βρετανός
βρετονικά
βρετονικός
Βρετόνος
βρεφική
βρεφικό
βρεφικό γάλα
βρεφικός
βρεφοκόμος
βρεφονηπιακή
βρεφονηπιακό
βρεφονηπιακός
βρέφος
Βρέχει
βρέχομαι
βρέχω
βρήκα
βριγαντίνο
βρίζω
βρίθω
βρικόλακας
βρικολάκιασμα
βρισιά
βρισιές
βρίσιμο
βρίσκομαι
Βρίσκομαι ...
βρίσκω
βρογχίτιδα
βρογχίτις
βρογχοκήλη
βρογχοπνευμονία
βρόγχος
βρόμα
βρομάω
βρομερή
βρομερό
βρομερός
βρόμη
βρομιά
βρομίζω
βρόμικη
βρόμικο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close