Τσαλαπατώ - ορισμός του τσαλαπατώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%84%cf%83%ce%b1%ce%bb%ce%b1%cf%80%ce%b1%cf%84%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.798.918.503
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
τσαλαπατώ
Μεταφράσεις
τσαλαπατώ
trample
,
tread
Πλοηγός λέξεων
?
▲
τρωκτικό
Τρώτε κρέας;
τρωτή
τρωτό
τρωτός
τρώω
τσαγιέρα
τσαγιερό
τσαγκαράδικο
τσαγκάρης
τσάι
τσάϊ
τσάι από βότανα
τσακάλι
τσακίζομαι
τσακίζω
τσάκιση
τσάκισμα
τσακμάκι
τσακωμός
τσακώνομαι
τσακώνω
τσαλαβουτάω
τσαλαβουτώ
τσαλάκα
τσαλακωμένη
τσαλακωμένο
τσαλακωμένος
τσαλακώνω
τσαλαπατάω
τσαλαπατώ
τσαλαπετεινός
τσαμόρο
τσάμπα
τσαμπί
Τσαντ
τσάντα
τσάντα από πολυαιθυλένιο
τσάντα για ψώνια
τσαντάκι «μπανάνα»
τσαντάκι για μία διανυκτέρευση
τσαντάκι για σφουγγάρι
τσαντίζομαι
τσαντίζω
τσάπα
τσαπαρί
τσαπατσούλης
τσαπί
τσάπινγκ
τσαρλατάνος
τσάρος
τσάρτερ
τσατίζω
τσατσάρα
τσεκ
τσεκ άουτ
τσεκ ιν
τσεκάπ
τσεκάρω
τσεκουλατούρα
τσεκούρι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close