Συνθηκολόγηση - ορισμός του συνθηκολόγηση από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b8%ce%b7%ce%ba%ce%bf%ce%bb%cf%8c%ce%b3%ce%b7%cf%83%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.079.442
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
συνθηκολόγηση
Μεταφράσεις
συνθηκολόγηση
parley
استسلام
כניעה
降伏
항복
капитуляция
(
sinθiko'loʝisi
)
ουσιαστικό
θηλυκό
υποχώρηση, απόφαση για ειρήνη
capitulation
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
συνεχόμενο
συνεχόμενος
συνεχώς
συνηγορία
συνήγορος
συνηγορώ
συνήθεια
συνήθης
συνήθιζα
συνηθίζεται
Συνηθίζεται το φιλοδώρημα;
συνηθίζω
συνηθισμένη
συνηθισμένο
συνηθισμένος
συνήθως
συνημίτονο
συνθεσάιζερ
σύνθεση
σύνθεσης
σύνθετη
συνθέτης
συνθετική
συνθετικό
συνθετικός
σύνθετο
σύνθετος
συνθέτρια
συνθέτω
συνθήκη
συνθηκολόγηση
συνθηκολογώ
σύνθημα
συνθλίβομαι
συνθλίβω
σύνθλιψη
συνιδιοκτήτης
συνιδιοκτήτρια
συνίζηση
συνίσταμαι
συνίσταται
συνιστώ
συνιστώσα
συννεφιά
συννεφιάζει
συννεφιασμένος
σύννεφο
συνοδεία
συνοδεύω
συνοδικός
συνοδοιπόρος
συνοδός
σύνοδος
σύνοδος κορυφής
συνοδός τουριστών
συνοικία
συνοικισμός
σύνοικος
συνολικά
συνολική
συνολικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close