Σουτ - ορισμός του σουτ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%bf%cf%85%cf%84
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.267.119
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σουτ
Μεταφράσεις
σουτ
(
sut
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο)
αθλητισμός
κλοτσιά
shoot
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σούπα
σούπερ
σούπερ μάρκετ
Σούπερμαν
σουπερμάρκετ
σουπιά
σουπιέρα
σουπλά
σούρα
σουρβιά
σουρεαλισμός
σουρεαλιστής
σουρεαλιστικός
σουρεαλίστρια
Σουρινάμ
σουρντίνα
σούρουπο
σουρούπωμα
σουρωμένος
σουρώνω
σουρωτήρι
σουσαμένια
σουσαμένιο
σουσαμένιος
σουσάμι
σουσαμιά
σουσούμι
σουσουράδα
σούσουρο
σούστα
σουτ
σουτάρω
σουτιέν
σουφραζέτα
σουφρώνω
σοφάς
σοφέρ
σοφή
σοφία
Σόφια
Σοφία Ίησου Σειράχ
Σοφία Σειράχ
σοφίζομαι
σόφισμα
σοφιστεία
σοφιστής
σοφιστικέ
σοφιστική
σοφιστικός
σοφίτα
σοφό
σοφός
σόφτμπολ
σπα
σπαγγέτι
σπαγγοραμένος
σπάγγος
σπαγκοραμμένη
σπαγκοραμμένο
σπαγκοραμμένος
σπάγκος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close