Σαρώνω - ορισμός του σαρώνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%b1%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.798.941.574
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σαρώνω
Μεταφράσεις
σαρώνω
scan
,
sweep
扫描
掃描
(
sa'rono
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
1.
αφανίζω
balayer emporter
Ο τυφώνας σάρωσε τα πάντα.
L'ouragan a tout balayé.
2.
μεταφορικά
κερδίζω
emporter
Σάρωσε όλα τα βραβεία.
Il a remporté tous les prix.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σαρανταποδαρούσα
σαρδάμ
σαρδέλα
Σαρδηνία
σαρδηνιακά
σαρδόνια
σαρδόνιο
σαρδόνιος
σαρίδι
σαρίκι
σάρκα
σαρκάζω
σαρκασμός
σαρκαστικά
σαρκαστική
σαρκαστικό
σαρκαστικός
σαρκικά
σαρκική
σαρκικό
σαρκικός
σαρκοβόρος
σαρκοφάγα
σαρκοφάγο
σαρκοφάγος
σαρκώδες
σαρκώδης
σάρπα
σαρσέλα
σάρωθρο
σαρώνω
σάρωση
σαρωτής
σαρωτής, σκάνερ
σαρωτικός
σας
Σας αρέσει;
Σας αρέσουν τα θαλασσινά;
Σας πειράζει να καπνίσω;
Σας πειράζει;
σασί
σασπένς
σαστίζω
σαστιμάρα
σάστισμα
σαστισμένη
σαστισμένο
σαστισμένος
σατανάς
σατανική
σατανικό
σατανικός
σατανισμός
σατέν
σατίρα
σάτιρα
σατιρίζω
σατιρική
σατιρικό
σατιρικός
σατράπης
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close