προσήλωση

Μεταφράσεις

προσήλωση

application, assiduity, dedicationcompromisoimpegnoengagementcompromissozávazekåtagande (pro'silosi)
ουσιαστικό θηλυκό
1. η συγκέντρωση σε ένα σημείο προσήλωση σε ένα σημείο
2. η αφοσίωση ακούω κπ με προσήλωση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close