προβάδισμα

Μεταφράσεις

προβάδισμα

leadpréséance (pro'vaðizma)
ουσιαστικό ουδέτερο
1. προτεραιότητα δίνω το προβάδισμα σε κπ
2. υπεροχή Η ομάδα μας έχει το προβάδισμα.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close