παρακάμπτω

Μεταφράσεις

παρακάμπτω

circumvent (para'kampto)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
αποφεύγω, ξεφεύγω από κτ παρακάμπτω ένα εμπόδιο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων ?
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close