Μυστικότητα - ορισμός του μυστικότητα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%cf%85%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%84%ce%b7%cf%84%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.798.661.174
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μυστικότητα
Μεταφράσεις
μυστικότητα
sigilo
secrecy
(
misti'kotita
)
ουσιαστικό
θηλυκό
η τήρηση μυστικού
discrétion
θηλυκό
απόλυτη μυστικότητα
une discrétion absolue
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μυρσίνη
μύρτιλλο
μύρτιλο
μύρτος
μυρωδάτη
μυρωδάτο
μυρωδάτος
μυρωδιά
μυρωδία
μυρωδική
μυρωδικό
μυρωδικός
μυς
μύς
μύστακας
μυστήρια
μυστήριο
μυστήριος
μυστηριώδες
μυστηριώδης
μυστηριωδώς
μυστικά
μυστική
μυστική υπηρεσία
μυστικισμός
μυστικιστής
μυστικό
μυστικοπάθης
μυστικός
μυστικοσύμβουλος
μυστικότητα
μυστρί
μυτερή
μυτερό
μυτερός
μύτες ποδιών
μύτη
μύτρα
μύχιος
μυχός
μυώ
μυώδες
μυώδης
μύωπας
μυωπία
μυωπικός
Μωάμεθ
μωαμεθανή
μωαμεθανικός
μωαμεθανός
μωβ
μώλωπας
μωρέ
μωρό
μωρολογώ
μωρομάντηλο
μωρόπιστος
μωρός
μωσαϊκό
μωσαϊκός
Μωυσής
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close