μέτρο
Μεταφράσεις
μέτρο
metre, meter, measuremètre, mesuremetro, medidaMeterمِتْرٌmetrmetermetro, medidametrimetarmetroメートル미터metermetermetrметрmeterเมตรmetremét米мярка ('metro)ουσιαστικό ουδέτερο
1. μονάδα μέτρησης μήκους μήκους δύο μέτρων ύφασμα με το μέτρο
2. όργανο μέτρησης μήκους μετράω με ένα μέτρο
3. κριτήριο μέτρο σύγκρισης
4. αποφυγή υπερβολών
χωρίς υπερβολές
χωρίς υπερβολές
5. πρόβλεψη ασφαλείας παίρνω τα μέτρα μου
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.