κοιτάζω

Μεταφράσεις

κοιτά (ζ) ω

(ci'tazo)

κοιτώ

look, look at, look afterregarder, zieuter, zyeutermirarглядеть, взглянуть наيَنْظُرُ إِلَىَprolétnoutse påansehenkatsoaprolistatiguardare・・・をよく見る고찰하다kijken naarse påpopatrzeć naolhar, olhar parase påดูที่bakmakđọc sơ考虑 (ci'to)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. βλέπω κτ κοιτάζω από το παράθυρο κοιτάζω τηλεόραση
2. εξετάζω Να σε κοιτάξει γιατρός.
3. ενδιαφέρομαι Δεν κοιτάζω τι κάνουν οι άλλοι.
4. αντιμετωπίζω κοιτάζω την πραγματικότητα κατάματα
5. προσπαθώ κοιτάζω να ξεφύγω
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close