Κλίνω - ορισμός του κλίνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bb%ce%af%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.314.333
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κλίνω
Μεταφράσεις
κλίνω
decline
,
tend
,
conjugate
,
lean
,
slant
conjuguer
,
fléchir
спрягать
(
'klino
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
γραμματική
σχηματίζω όλους τους τύπους λέξης
décliner conjuguer
κλίνω ένα όνομαρήμα
décliner un nom conjuguer un verbe
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κλητεύω
κλητήρας
κλητική
κλητικός
κλίβανος
Κλίγκον
κλίζω
κλικ
κλίκα
κλίμα
κλίμακα
κλίμακας
κλιμάκιο
κλιμακοστάσιο
κλιμακτήριος
κλιμακώνομαι
κλιμακώνω
κλιμάκωση
κλιματιζόμενος
κλιματική αλλαγή
κλιματικός
κλιματισμός
κλιματιστικό
κλιματολογία
κλιματολογικός
κλινάμαξα
κλινική
κλινικός
κλινοσκεπάσματα
κλινοστρωμνή
κλίνω
κλίση
κλόμπ
κλονίζομαι
κλονίζω
κλονισμός
κλόουν
κλοπή
κλοπή σε κατάστημα
κλοπή ταυτότητας
κλοπιμαία
κλοτσάω
κλοτσιά
κλοτσώ
κλου
κλουβί
κλούβια
κλουβιάζω
κλούβιο
κλούβιος
κλπ
κλυδωνίζομαι
Κλυμενη
κλωνάρι
κλωνοποιώ
κλώνος
κλώσα
κλωσάω
κλώσημα
κλωστή
κλώστης
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close