Καθιερώνομαι - ορισμός του καθιερώνομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%ce%b8%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%8e%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.798.812.667
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
καθιερώνομαι
Μεταφράσεις
καθιερώνομαι
(
kaθie'ronome
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
αναγνωρίζομαι
être reconnu/-e
Καθιερώθηκε στο χώρο της μουσικής.
Il a été reconnu par le monde musical.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καθένα
καθένας
καθεξής
καθερωμένο
καθεστώς
καθεστώτα
κάθετα
κάθετη
καθετήρας
καθετί
κάθετο
κάθετος
καθέτως
καθηγητής
καθηγητικός
καθηγήτρια
καθήκον
καθηλώνομαι
καθηλώνω
καθημερινά
καθημερινή
καθημερινό
καθημερινός
καθημερινότητα
καθησυχάζω
καθησυχαστική
καθησυχαστικό
καθησυχαστικός
καθιερωμένη
καθιερωμένος
καθιερώνομαι
καθιερώνω
καθιέρωση
καθίζηση
καθίζω
κάθισμα
καθίσταμαι
καθιστή
καθιστικό
καθιστικός
καθιστό
καθιστός
καθιστώ
καθιστώ ικανό
καθοδήγησα
καθοδήγηση
καθοδηγητικός
καθοδηγώ
κάθοδος
καθολική
καθολικισμός
καθολικό
καθολικός
καθόλου
κάθομαι
κάθομαι ανακούρκουδα
καθομιλούμενος
καθορίζω
καθορισμένη
καθορισμένο
καθορισμένο μενού
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close