εξουσία

Μεταφράσεις

εξουσία

authority, powerpoderautorité, pouvoirwładzaвластьmachtmaktพลังงาน (eksu'sia)
ουσιαστικό θηλυκό
1. δύναμη κρατικού φορέα η νομοθετική η κρατική εξουσία
2. δύναμη επιρροής οικογενειακή εξουσία ασκώ εξουσία πάνω σε κπ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close