διασκεδάζω

Μεταφράσεις

διασκεδάζω

(ðjasce'ðazo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
κάνω κπ να περνάει ωραία διασκεδάζω το κοινό

διασκεδάζω

amuse, entertain, disport, enjoyamuser, distraire, divertit, s'amuser, se divertir
ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
περνάω ευχάριστα διασκεδάζω με κπ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close