Αποπειρώμαι - ορισμός του αποπειρώμαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%80%ce%bf%cf%80%ce%b5%ce%b9%cf%81%cf%8e%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.310.374
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αποπειρώμαι
Μεταφράσεις
αποπειρώμαι
attempt
,
bid
(
apopi'rome
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
δοκιμάζω
tenter de
Αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.
Il a tenté de se suicider.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
απομίμηση
απομνημονεύματα
απομνημονεύω
απομονωμένη
απομονωμένο
απομονωμένος
απομονώνομαι
απομονώνω
απομόνωση
απομονωτισμός
απόν
απονέμω
απονέρια
άπονη
άπονο
απονομή
απονομή επάθλων
άπονος
αποξενώνομαι
αποξενώνω
αποξένωση
απόξεση
αποξεστικός
αποξηραμένη
αποξηραμένο
αποξηραμένος
αποπαγωτικό
αποπαίρνω
αποπάνω
απόπειρα
αποπειρώμαι
αποπέμπω
αποπλάνηση
αποπλανώ
αποπλέω
αποπληθωρισμός
αποπληκτικός
αποπληξία
αποπληρωμή
αποπλύνω
αποπνέων
αποπνικτικός
αποπνιχτικός
αποποίηση
αποποιούμαι
αποπομπή
αποπροσανατολίζομαι
αποπροσανατολίζω
αποπροσανατολισμός
αποπυρηνικοποιημένος
αποπυρηνικοποίηση
αποπυρηνικοποιώ
άπορη
απορημένος
απόρθητος
απορία
άπορο
άπορος
απορρέω
απόρρητη
απόρρητο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close