Αποδοκιμαστικός - ορισμός του αποδοκιμαστικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%80%ce%bf%ce%b4%ce%bf%ce%ba%ce%b9%ce%bc%ce%b1%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.303.670
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αποδοκιμαστικός
Μεταφράσεις
αποδοκιμαστικός
disapproving
Πλοηγός λέξεων
?
▲
απόδειξη πληρωμής
αποδείξιμος
απόδειπνο
αποδείχνω
αποδεκατίζω
αποδεκτή
αποδέκτης
αποδεκτικός
αποδεκτό
αποδεκτός
αποδέκτρια
αποδέσμευση
αποδεσμεύω
αποδέχομαι
απόδημη
αποδημητική
αποδημητικό
αποδημητικός
αποδημία
απόδημο
απόδημος
απόδημοτικός
αποδημώ
αποδίδω
αποδιοπομπαίος τράγος
αποδιοργανώνομαι
αποδιοργανώνω
αποδιοργάνωση
αποδοκιμάζω
αποδοκιμασία
αποδοκιμαστικός
απόδοση
αποδοτικά
αποδοτική
αποδοτικό
αποδοτικός
αποδοτικότητα
αποδοχές
αποδοχή
απόδραση
αποδρώ
αποδυναμώνομαι
αποδυναμώνω
αποδυτήρια
αποδυτήριο
αποδώ
αποζημιώνω
αποζημίωση
αποζητάω
αποζητώ
απόηχος
αποθανών
αποθαρρυμένος
αποθάρρυνση
αποθαρρυντική
αποθαρρυντικό
αποθαρρυντικός
αποθαρρύνω
απόθεμα
αποθεώνω
αποθέωση
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close