Απαριθμώ - ορισμός του απαριθμώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%b9%ce%b8%ce%bc%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.185.490
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
απαριθμώ
Μεταφράσεις
απαριθμώ
enumerate
,
detail
detallar
,
enumerar
dénombrer
,
énumérer
wyliczać
,
wyszczególniać
(
apariθ'mo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
υπολογίζω μετρώντας
énumérer
απαριθμώ τις ζημιές
énumérer les dégâts
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
απάνω
απανωτά
απανωτές
απανωτοί
άπαξ
απαξιώ
απαξιώνω
απαξίωση
απαξιωτικός
απαραβίαστο
απαράδεκτη
απαράδεκτο
απαράδεκτος
απαράδεχτος
απαραίτητα
απαραίτητη
απαραίτητο
απαραίτητο αμινοξύ
απαραίτητος
απαράλλακτη
απαράλλακτο
απαράλλακτος
απαρατήρητη
απαρατήρητο
απαρατήρητος
απαρέμφατο
απαρηγόρητη
απαρηγόρητο
απαρηγόρητος
απαρίθμηση
απαριθμώ
απάρνηση
απαρνιέμαι
απαρνούμαι
απαρτία
απαρτίζομαι
απαρτίζω
απαρτχάιντ
απαρχαιωμένος
απαστράπτω
απασχολημένη
απασχολημένο
απασχολημένος
απασχόληση
απασχολούμαι
απασχολώ
απατάω
απατεώνας
απατεώνισσα
απάτη
απατηλός
απατίτης
άπατος
απατώ
άπαχη
απάχης
άπαχο
άπαχος
απεγνωσμένη
απεγνωσμένο
απεγνωσμένος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close