Αμελώ - ορισμός του αμελώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bc%ce%b5%ce%bb%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.255.824
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αμελώ
Μεταφράσεις
αμελώ
neglect
(
ame'lo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
παραβλέπω
négliger
αμελώ τις υποχρεώσεις μου
négliger ses devoirs
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αμαρτωλός
αμαυρώνω
άμαχη
άμαχο
άμαχος
Αμβέρσα
αμβλεία
αμβλύ
αμβλύνω
αμβλύς
αμβλώνω
άμβλωση
Αμβούργο
αμβροσία
αμέθυστος
αμείβομαι
αμείβω
αμείλικτη
αμείλικτο
αμείλικτος
αμείωτη
αμείωτο
αμείωτος
αμέλγω
αμέλεια
αμελές
αμελής
αμελητέo
αμελητέα
αμελητέος
αμελώ
άμεμπτος
Αμερικανική Σαμόα
Αμερικανικό ποδόσφαιρο
αμερικανικός
Αμερικανός
Αμερικάνος
Αμερική
αμερίκιο
αμέριμνη
αμέριμνο
αμέριμνος
αμέριστος
αμερόληπτη
αμερόληπτο
αμερόληπτος
άμεσα
άμεση
άμεση χρέωση
άμεσο
άμεσος
αμέσως
αμετάβατος
αμετάβλητη
αμετάβλητο
αμετάβλητος
αμετακίνητη
αμετακίνητο
αμετακίνητος
αμετάκλητος
αμετανόητη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close